νυκτερείσιος

νυκτερείσιος
νυκτερείσιος, ον, ([etym.] νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed
A like νυκτερήσιος, sens. obsc.,

ἔργα Ar.Th.204

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυκτερείσιος — νυκτερείσιος, ον (Α) (κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη] …   Dictionary of Greek

  • νυκτερείσιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερείσια — νυκτερείσιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”